εναύλιος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐναύλιος, -ον και ἐναύλιος, -ία, και -ίη -ον)
αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή βρίσκεται στην αυλή
αρχ.
1. «εναύλιος θύρα»
2. μτφ. εσωτερικός, ενδόμυχος, βαθύς
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐναυλίη
ο λαιμός της μήτρας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναύλιον
η κατοικία, το ενδιαίτημα.