ἐννυκτερεύω
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
A pass the night in, ἐν τῇ χώρᾳ Plb.3.22.13: abs., Hld. 3.4. 2 stand for a night, of preparations, Dsc.2.76.9, Philum. ap. Orib.45.29.7, Gal.13.1046.
German (Pape)
[Seite 848] darin übernachten, schlafen; Pol. 3, 22, 13, ἐν τῇ χώρᾳ, Hel. 3, 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννυκτερεύω: ὡς τὸ ἐννυχεύω, διέρχομαι τὴν νύκτα ἔν τινι τόπῳ, νυκτερεύω, Πολύβ. 3. 22, 13.
Spanish (DGE)
1 de pers. pernoctar, pasar la noche ἐν τῇ χώρᾳ Plb.3.22.13, τῷ πελάγει Hld.5.17.5, ἐννυκτερεύειν ... τοῖς διηγήμασιν pasar la noche contando historias Hld.3.4.11.
2 farm., de preparados médicos reposar durante la noche ἔασον ἐννυκτερεῦσαι αὐτό Dsc.2.76.9, cf. Gal.13.1046, Philum. en Orib.45.29.7.
Greek Monolingual
ἐννυκτερεύω (Α) νυκτερεύω
1. περνώ τη νύχτα σ' έναν τόπο, διανυκτερεύω
2. (για ιατρικά παρασκευάσματα) παραμένω για μια νύχτα προκειμένου να ενεργήσω.