εξαμελής
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
-ές
αυτός που αποτελείται από έξι μέλη («εξαμελής επιτροπή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -μελής < μέλος. Η λ. μαρτυρείται στον Αναστ. Πολυζωΐδη].