εξόφληση
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
η (Μ ἐξόφλησις)
1. πληρωμή, απόσβεση χρέους
2. ανταπόδοση οποιασδήποτε υποχρεώσεως ή εξυπηρετήσεως
3. (για φυλακισμένο) απόλυση.