ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(AM ἐπιβλέπω)
παρακολουθώ με υπευθυνότητα την εκτέλεση μιας εργασίας, εποπτεύω
αρχ.-μσν.
1. βλέπω ευνοϊκά, στρέφω τα μάτια μου με ευμένεια
2. κοιτάζω προσεκτικά
3. αποδίδω σημασία, υπολογίζω
μσν.
βλέπω
αρχ.
1. διαπιστώνω
2. βλέπω προς τα πάνω ή προς τα κάτω.