επητής

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

ἐπητής, ο (Α)
1. συνετός, φρόνιμος
2. ευπροσήγορος, καλοθελητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω-ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε -ητής].