οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
ἐπητής, ο (Α)1. συνετός, φρόνιμος2. ευπροσήγορος, καλοθελητής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω-ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε -ητής].