επικέντρωση
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
η (Α ἐπικέντρωσις) επικεντρώνω
νεοελλ.
1. η συγκέντρωση, η εστίαση του ενδιαφέροντος σε ένα κύριο σημείο
2. τεχνολ. ο προσδιορισμός του κεντρικού άξονα ενός κυλινδρικού σώματος
αρχ.
η θέση ενός αστέρα σε ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα.