ἐπικαταλαμβάνω

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A follow and catch up, overtake, τὰς ναῦς Th.2.90; τινά Id.3.111, Plb.1.66.3, etc.; σελήνη ἥλιον ἐ. Pl.Ti.39c: abs., μεταξὺ δὲ ἁμέρα-λαμβάνει IG4.952.14 (Epid.):—Pass., Arist.HA611b33.    b. of fruit which forms before the last year's fruit is ripe, overtakes it, Thphr.HP2.6.10.    2. fasten, bind on, κατάπλασμα ταινιδίῳ Gal.13.357.    3. Gramm. in Pass., of σημεῖα, to be understood after, S.E. M.8.166.

German (Pape)

[Seite 946] (s. λαμβάνω), nachgehen u. einholen, überraschen, ναῦς Thuc. 2, 90; ἐπειδὰν σελήνη ἥλιον ἐπικαταλάβῃ Plat. Tim. 39 c; vgl. Ath. XIV, 645 a; τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης, da die Nacht darüber hereinbrach, D. Sic. 18, 71; pass., Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

surprendre, atteindre, acc..
Étymologie: ἐπί, καταλαμβάνω.

Greek Monolingual

ἐπικαταλαμβάνω (AM)
ακολουθώντας κάτι το καταλαμβάνω, το προφθάνω
αρχ.
1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.)
2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω
3. γραμμ. παθ. επικαταλαμβάνομαι (για σημεία) είμαι καταληπτός
4. ανακαλύπτω
5. συνεχίζω να υπάρχω
6. έρχομαι, φθάνω, επέρχομαι
7. (για καρπό) σχηματίζομαι πριν ωριμάσει ο καρπός του περασμένου έτους.