ἐπιμοίριος
From LSJ
παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
English (LSJ)
ον,
A fated, νήματα AP7.504 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 964] νήματα, des Schicksals Faden, Leon. Tar. 93 (VII, 504).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμοίριος: -ον, (μοῖρα) εἰς τὴν μοῖραν ἀνήκων, μοιραῖος, νήματα Ἀνθ. Π. 7. 504.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du destin, fatal.
Étymologie: ἐπί, μοῖρα.
Greek Monolingual
ἐπιμοίριος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.