επικαθίστημι

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

ἐπικαθίστημι (Α)
1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.)
2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.)
3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον
4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον
5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση
6. διορίζω κάποιον ως διάδοχο στη στρατηγία
7. κάνω τη στρατιωτική άσκηση που λέγεται «αντικατάστασις», δηλ. προέλαση του μετόπισθεν τμήματος, στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-ίστημι «τοποθετώ»].