Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπωαυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτι («επιρρεπής στις ηδονές»)μσν.(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός. επίρρ...επιρρεπώςμε κλίση, με διάθεση για κάτι.