ἐπιτεύχω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτεύχω Medium diacritics: ἐπιτεύχω Low diacritics: επιτεύχω Capitals: ΕΠΙΤΕΥΧΩ
Transliteration A: epiteúchō Transliteration B: epiteuchō Transliteration C: epiteycho Beta Code: e)piteu/xw

English (LSJ)

   A make or build for, Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι Pi.O.8.32.

German (Pape)

[Seite 991] dazu verfertigen, in tmesi Pind. Ol. 8, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτεύχω: κατασκευάζω διά τι, Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι Πινδ. Ο. 8. 42.

English (Slater)

ἐπῐτεύχω
   1 construct Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι (O. 8.32)

Greek Monolingual

ἐπιτεύχω (Α)
(ποιητ. τ.) κατασκευάζω επί πλέον («Ίλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῡξαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεύχω «κατασκευάζω»].