ἐπίτροχος
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
ον,
A running easily, easily inclined, ἐπιτροχώτερον ῥέψαι Hp.Art.14 ; περίπατοι ἐ. οἱ μέσοι walks which break into a run, Aret.CD1.3; βλέφαρον οὐκ ἐ. not very mobile, Id.SD1.7 : metaph., tripping, μέλη Hld.4.17 ; ῥυθμοί Aristid. Quint.2.15 ; voluble, glib, στωμύλα καὶ ἐ. λαλεῖν Luc.DDeor.7.3 ; ἐ. καὶ ἀσαφὲς φθέγγεσθαι Id.Nec.7. Adv. -ως, φθέγγεσθαι Ael.NA7.7.
German (Pape)
[Seite 997] = ἐπιτρόχαλος, eilig, schnell, geläufig, μέλος Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., κόραξ ἐπιτρόχως καὶ ταχέως φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτροχος: -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ἐπίφορος· μεταφ., ταχύς, γοργός, μέλη, ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, ταχέως λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court rapidement, rapide, bref.
Étymologie: ἐπιτρέχω.
Greek Monolingual
ἐπίτροχος, -ον (AM) τροχός
μσν.
αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.)
2. γρήγορος, γοργός
3. (για λόγο) αυτός που λέγεται γοργά, με φλυαρία («ἤκουσας αὐτοῡ καὶ λαλοῡντος ἤδη στρωμύλα καὶ ἐπίτροχα», Λουκιαν.).
επίρρ...
ἐπιτρόχως
ταχέως, γοργά, γρήγορα.