εργαστήριο

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἐργαστήριον) εργάζομαι
1. χώρος εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)
2. χώρος ή τόπος όπου γίνεται εντατική προετοιμασία για κάτι (α. «αυτό το σχολείο αποδείχθηκε εργαστήριο επιστημόνων» β. «τήν πόλιν εἶναι πολέμου ἐργαστήριον», Ξεν.
γ. «ἐργαστήριον συκοφαντῶν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («εργαστήριο ανατομίας»)
αρχ.-μσν.
φρ. «τὸ τῆς φύσεως ἐργαστήριον» — η κοιλιά
αρχ.
1. μικρό κατάστημα
2. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργαστήρ «εργάτης» < εργάζομαι. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. εργασ- + παραγωγ. κατάλ. -τήριο, που δηλώνει τόπο (πρβλ. σπουδασ-τήριο, φροντισ-τήριο)].