ερευνητικός

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐρευνητικός, -ή, -όν) ερευνώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα
2. ο ικανός, ο κατάλληλος για έρευνα, αυτός που έχει κλίση ή διάθεση να ερευνά, ο εξεταστικός, ο μελετητικός (α. «ερευνητική διάθεση» β. «ερευνητικός επιστήμονας» γ. «ερευνητικό μυαλό»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐρευνητικόν
ικανότητα, διάθεση, τάση, κλίση για έρευνα.
επίρρ...
ερευνητικώς και -ά
με διάθεση για έρευνα, με προσοχή, με επιμελή σπουδή.