ευάγγελος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ εὐάγγελος, -ον)
αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου πυρός», Αισχύλ.
β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)
αρχ.
1. επίθ. του Ερμή
2. εκκλ. αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην εκκλησία («εὐάγγελος ἀνὴρ βιβλίον ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγγελος < αγγέλλω, πρβλ. εξ-άγγελος, κακ-άγγελος, προ-άγγελος].