εὐκατάφορος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάφορος Medium diacritics: εὐκατάφορος Low diacritics: ευκατάφορος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: eukatáphoros Transliteration B: eukataphoros Transliteration C: efkataforos Beta Code: eu)kata/foros

English (LSJ)

ον,

   A prone towards, πρός τι Arist.EN1109a15, Plu.2.503c.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht sich herunterbewegend, leicht in Etwas verfallend, bes. in einen Fehler, übh. wozu geneigt, πρὸς ἀκολασίαν Arist. Eth. 2, 8, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάφορος: -ον, ἔχων κλίσιν πρός τι, Λατ. Proclivis, πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très porté à, enclin à, πρός et l’acc..
Étymologie: εὖ, καταφέρω.

Greek Monolingual

εὐκατάφορος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει κλίση, τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («εὐκατάφοροί ἐσμεν μᾱλλον πρὸς ἀκολασίαν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατά-φορος (< κατα-φέρω)].