εὐκληρία

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκληρία Medium diacritics: εὐκληρία Low diacritics: ευκληρία Capitals: ΕΥΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: euklēría Transliteration B: euklēria Transliteration C: efkliria Beta Code: eu)klhri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good luck in drawing lots, Lib.Decl.16.30.    2 generally, good fortune, φύσεως D.H.3.14, cf. Ael.N A1.54.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, das gute Loos, Glück, φύσεως, D. Hal. 3, 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκληρία: ἡ, καλὸς κλῆρος, καλὴ τύχη, εὐημερία, εὐτυχία, Διον. Ἁλ. 3. 14, Αἰλ. π. Ζ. 1. 54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon lot, heureux sort.
Étymologie: εὔκληρος.

Greek Monolingual

εὐκληρία, ἡ (ΑΜ) εύκληρος
καλή τύχη, ευτυχία, ευημερία («ἐν εὐκληρίᾳ βίου ἀναστρεφόμενος», Ευστ.)
αρχ.
1. καλή κληρονομιά, ευμάρεια, οικονομική άνθηση
2. επιτυχία καλού κλήρου.