εὐκατέργαστος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατέργαστος Medium diacritics: εὐκατέργαστος Low diacritics: ευκατέργαστος Capitals: ΕΥΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eukatérgastos Transliteration B: eukatergastos Transliteration C: efkatergastos Beta Code: eu)kate/rgastos

English (LSJ)

ον,

   A easy to work, χώρα Thphr.CP4.7.3 (Comp.); ἔρια Gal. 18(2).525; of food, easy of digestion, X.Mem.4.3.6 (Comp.), Diph.Siph. ap. Ath.2.91e, Dsc.2.90, Sor.1.49.    2 easy of accomplishment, D.Ep.1.6 (Comp.), Arist.Rh.1363a31; εὐκατεργαστότερόν ἐστι c. inf., X.HG6.1.12.    3 easy to subdue or conquer, D.H.3.20; πᾶσιν Plu.Pyrrh.19.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht zu bearbeiten, γῆ, Theophr.; leicht auszuführen, Xen. Hell. 6, 1, 12, im compar.; Arist. rhet. 1, 6; – leicht zu überwältigen, D. Hal. 3, 30; Plut. Pyrrh. 19; – leicht zu verdauen, Xen. Mem. 3, 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατέργαστος: -ον, ὃν εὐκόλως καταργάζεταί τις, χώρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 3· ἔρια Γαλην. τ. 12. σ. 226F· ἐπὶ τροφῆς, εὔπεπτος, εὐκολοχώνευτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6. 2) εὐχερῶς κατορθούμενος, Δημ. 1464. 65, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 29· εὐκατεργαστότερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλην. 6. 1, 12. 3) εὐκατάβλητος, εὐκαταμάχητος, Διον. Ἁλ. 3, 20, Πλουτ. Πύρρ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à digérer;
2 facile à accomplir, à exécuter;
3 facile à soumettre ou à conquérir.
Étymologie: εὖ, κατεργάζομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, -ον)
αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.)
αρχ.
1. (για τροφές) εύπεπτος
2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα
3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς πᾱσιν εὐκατεργάστων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-εργαστος (< κατ-εργάζομαι), πρβλ. α-κατ-έργαστος, πολυ-κατ-έργαστος].