ζῶστρα

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῶστρα Medium diacritics: ζῶστρα Low diacritics: ζώστρα Capitals: ΖΩΣΤΡΑ
Transliteration A: zō̂stra Transliteration B: zōstra Transliteration C: zostra Beta Code: zw=stra

English (LSJ)

ἡ,

   A head-band, fillet, Theoc.2.122(pl.).

Greek Monolingual

η (Α ζώστρα) ζώννυμι
νεοελλ.
1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος της εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι
αρχ.
ταινία, δεσμός, αναδέσμη.