ζουμερός
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι»)
2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικός («ζουμερά λόγια» — καίρια, σωστά λόγια, με ουσία)
3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»).
επίρρ...
ζουμερά
1. με χυμό
2. με ουσία, ουσιαστικά, καίρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + κατάλ. -ερός (πρβλ. καρπ-ερός, τρυφ-ερός)].