ηλιθιότητα
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
η (AM ἠλιθιότης) ηλίθιος
το γνώρισμα του ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία
νεοελλ.
1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, της οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι η ιδιωτεία και αμέσως ανώτερος η βλακεία
2. πράξη ή λόγος που αρμόζει στον ηλίθιο (α. «κάνει πολλές ηλιθιότητες» β. «είπε μια μεγάλη ηλιθιότητα»).