ἡμίπεπτος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπεπτος Medium diacritics: ἡμίπεπτος Low diacritics: ημίπεπτος Capitals: ΗΜΙΠΕΠΤΟΣ
Transliteration A: hēmípeptos Transliteration B: hēmipeptos Transliteration C: imipeptos Beta Code: h(mi/peptos

English (LSJ)

ον,

   A half-ripened, Plu.Caes.69; half-digested, τροφή Gal.11.666, al.

German (Pape)

[Seite 1169] halb gekocht, halb reif, καρποί, Plut. Caes. extr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπεπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑψημένος, Πλούτ. Καίσ. 69· κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, Γαλην. 6. 311., 8. 598.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié cuit, à moitié mûr.
Étymologie: ἡμι-, πέπτω.

Greek Monolingual

ἡμίπεπτος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος
2. μισοχωνεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά-πεπτος, εύ-πεπτος].