ἡμίθραυστος
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ον,
A half-broken, E.HF1096, Lyc.378, AP9.568.5 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1168] halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίθραυστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθραυσμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1096. Λυκ. 378, Ἀνθ. Π. 9, 568.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié brisé.
Étymologie: ἡμι-, θραύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίθραυστος, -ον)
κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θραυστος (< θραύω), πρβλ. ά-θραυστος, εύ-θραυστος].