ἡμισεύω

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμισεύω Medium diacritics: ἡμισεύω Low diacritics: ημισεύω Capitals: ΗΜΙΣΕΥΩ
Transliteration A: hēmiseúō Transliteration B: hēmiseuō Transliteration C: imiseyo Beta Code: h(miseu/w

English (LSJ)

(ἥμισυς)

   A halve, LXXPs.54(55).24, Aq.Ge. 33.1.    2 boil down to one half, Hippiatr.2.

German (Pape)

[Seite 1170] halbiren, auf die Hälfte verringern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισεύω: (ἥμισυς) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.

Greek Monolingual

ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.