θαμπώνω
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
Greek Monolingual
και θαμβώνω και θαμβώ, -όω (AM θαμβοῡμαι, -όομαι)
νεοελλ.
1. χάνω τη στιλπνότητα ή τη διαύγεια μου («θάμπωσε ο καθρέφτης»)
2. αφαιρώ ή μειώνω τη στιλπνότητα ή τη διαφάνεια, θολώνω («από τους καπνούς θάμπωσαν τα τζάμια του καφενείου»)
3. προκαλώ σε κάποιον θάμβος, θάμπωμα, συσκότιση («το φως του προβολέα μάς θάμπωσε»)
4. προκαλώ σε κάποιον διανοητική σύγχυση ή κατάπληξη («τον θάμπωσε η ομορφιά της»)
5. παθαίνω συσκότιση, σύγχυση ή εξασθένηση της όρασης («θάμπωσα από το πολύ φως»)
μσν.
μέσ. θαμβοῡμαι, -όομαι εκπλήττομαι
αρχ.
μέσ. είμαι τρομαγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμπος (< θάμβος) είτε < θαμπός (< θαμβός), ανάλογα με τη σημασία της λ.].