θηκόδους

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που έχει τα δόντια χωμένα μέσα σε ιδιαίτερο κοίλωμα του σιαγονικού οστού, στο φατνίο
2. το δόντι που βρίσκεται μέσα στο φατνίο
3. στον πληθ. οι θηκόδοντες
η οδοντοστοιχία που αποτελείται από τέτοια δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thecodont < theco- (πρβλ. θήκο- < θήκη) + -odont (πρβλ. οδούς, οδόντος)].