θηκόδους
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που έχει τα δόντια χωμένα μέσα σε ιδιαίτερο κοίλωμα του σιαγονικού οστού, στο φατνίο
2. το δόντι που βρίσκεται μέσα στο φατνίο
3. στον πληθ. οι θηκόδοντες
η οδοντοστοιχία που αποτελείται από τέτοια δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thecodont < theco- (πρβλ. θήκο- < θήκη) + -odont (πρβλ. οδούς, οδόντος)].