θυμελαία

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμελαία Medium diacritics: θυμελαία Low diacritics: θυμελαία Capitals: ΘΥΜΕΛΑΙΑ
Transliteration A: thymelaía Transliteration B: thymelaia Transliteration C: thymelaia Beta Code: qumelai/a

English (LSJ)

ἡ, prob.

   A spurge-flax, Daphne Cnidium, Dsc.4.172, Plin. HN13.114:—hence θῡμᾱρ-αΐτης [ῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with θυμελαία, Dsc.5.68.

German (Pape)

[Seite 1223] ἡ, ein Strauch, dessen Beeren, κόκκος Κνίδειος, stark abführen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμελαία: ἡ, θάμνος τις οὗ ὁ καρπὸς (κόκκος Κνίδιος) εἶναι δραστήριον, καθάρσιον, ἴσως Daphne cnidium, Διοσκ. 4. 173.

Greek Monolingual

η (Α θυμελαία)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη θυμελαιώδη, οικογένεια θυμελαιίδες
αρχ.
είδος θάμνου που ο καρπός του είναι ισχυρό καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + ελαία. Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thymelaea].