θυμελαία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, prob.
A spurge-flax, Daphne Cnidium, Dsc.4.172, Plin. HN13.114:—hence θῡμᾱρ-αΐτης [ῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with θυμελαία, Dsc.5.68.
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ, ein Strauch, dessen Beeren, κόκκος Κνίδειος, stark abführen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμελαία: ἡ, θάμνος τις οὗ ὁ καρπὸς (κόκκος Κνίδιος) εἶναι δραστήριον, καθάρσιον, ἴσως Daphne cnidium, Διοσκ. 4. 173.
Greek Monolingual
η (Α θυμελαία)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη θυμελαιώδη, οικογένεια θυμελαιίδες
αρχ.
είδος θάμνου που ο καρπός του είναι ισχυρό καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + ελαία. Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thymelaea].