θραύστης
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who breaks or crushes, POxy.868.2 (nisi sub θραυστός ponendum).
Greek Monolingual
ὁ (Α θραύστης)
νεοελλ.
ο θραυστήρας
αρχ.
αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) κοκκοθραύστης
νεοελλ.
αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης, λιθοθραύστης, ξυλοθραύστης, παγοθραύστης, υαλοθραύστης].