θώπτω
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
= θωπεύω, c.acc.,
A θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr.937: fut.
German (Pape)
[Seite 1230] = θωπεύω; θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί Aesch. Prom. 939; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
θώπτω: θωπεύω, μετ’ αἰτ., θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Πρ. 937: μέλλ. θώψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231. – Καθ’ Ἡσύχ. «θώπτει˙ σκώπτει. θεραπεύει». (Πρβλ. θώψ).
French (Bailly abrégé)
flatter, caresser, acc..
Étymologie: θώψ.
Greek Monolingual
θώπτω (Α) θωψ
1. θωπεύω, κολακεύω, περιποιούμαι («θῶπτε τὸν κρατοῡντ' ἀεί», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θώπτει
σκώπτει, θεραπεύει».