ιάλεμος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α)
1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη
2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ.
β) ψυχρός και αντικοινωνικός)
3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος («ἰάλεμοι ἰατροί», Γαλ.)
4. παροιμ. «ἰαλέμου ψυχρότερος» — για πρόσ. και πράγματα οχληρά και λυπηρά
5. τίτλος έργου του Άμφιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ι-άλεμος (με παράλληλο σπανιότερο τ. ι-ήλεμος) < επιφώνημα ιή (από το οποίο προήλθε το ουσ. ιά «κραυγή») + -αλεμος που μαρτυρείται μόνο στο κο-άλεμος «ανόητος», υπό την επίδραση του οποίου η λ. ιάλεμος έλαβε τη σημ. του ως επιθέτου. Η λ. ως ουσ. έχει τη σημ. «θρήνος, πένθιμο τραγούδι», αλλά χρησιμοποιείται πιθ. και ως επίθ. με τη σημ. «αξιοθρήνητος», απ' όπου, κατ' επέκταση, και η σημ. «ανόητος» (για γιατρούς ή ποιητές!)].