ἰσοκρατία

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκρᾰτία Medium diacritics: ἰσοκρατία Low diacritics: ισοκρατία Capitals: ΙΣΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: isokratía Transliteration B: isokratia Transliteration C: isokratia Beta Code: i)sokrati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A equality of strength or power, Ti.Locr.95c.    2 = ἰσονομία, equality of rights, republic, opp. τυραννίς, Hdt.5.92.ά (pl.).

German (Pape)

[Seite 1264] ἡ, = ἰσοκράτεια; Her. 5, 92; Tim. Locr. 95 c, v. l. ἰσοκρατείας.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκρᾰτία: ἡ, ἰσότης ἰσχύος ἢ δυνάμεως, Τίμ. Λοκρ. 95C. 2) παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 1, = ἰσονομία, ἰσότης δυνάμεως καὶ δικαιωμάτων, ἀντίθετον τῷ τυραννίς.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
égalité de pouvoir ou de droits.
Étymologie: ἰσοκρατής.

Greek Monolingual

ἰσοκρατία, ἡ (Α) ισοκρατής
1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία
2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. του τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.).