καθέρπω
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
aor. 1
A καθείρπῠσα Ar.Ra.485:—creep, steal down, ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος S.Fr.89; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ar.Ra.129, cf. 485: metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει X. Smp.4.23. II return from exile, SIG306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is κατενθών ib.4; pf. part. κατηνθηκώς ib.39.
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἕρπω), herunterschleichen, -gehen; ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος Soph. frg. 110; αὐτῷ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει, der Milchbart zieht sich an der Wange herab, Xen. Conv. 4, 23. Vgl. das simplez.
Greek (Liddell-Scott)
καθέρπω: ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἕρπω)· ἕρπω, συρόμενος καταβαίνω, ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.
French (Bailly abrégé)
impf. καθεῖρπον ; ao. καθείρπυσα, emprunté à καθερπύζω;
descendre en rampant, se glisser en bas.
Étymologie: κατά, ἕρπω.
Greek Monolingual
καθέρπω (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) κατέρχομαι, κατεβαίνω συρόμενος, γλιστρώ («ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῑρπεν ἔλαφος», Σοφ.)
2. επιγρ. επανέρχομαι από εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕρπω.