κακόστρωτος
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
ον,
A ill-spread, i. e. rugged, A.Ag.556.
German (Pape)
[Seite 1304] schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la couche est dure ou mauvaise.
Étymologie: κακός, στρώννυμι.
Greek Monolingual
κακόστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].