κακόστρωτος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
κακόστρωτον, ill-spread, i.e. rugged, A.Ag.556.
German (Pape)
[Seite 1304] schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la couche est dure ou mauvaise.
Étymologie: κακός, στρώννυμι.
Greek Monolingual
κακόστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθόστρωτος, πορφυρόστρωτος].
Greek Monotonic
κᾰκόστρωτος: -ον, κακοστρωμένος, δηλ. γεμάτος πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόστρωτος: плохо постланный, т. е. жесткий, неудобный для ночлега (δυσαυλίαι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόστρωτος -ον [κακός, στρώννυμι] met slechte slaapgelegenheid.
Middle Liddell
κᾰκό-στρωτος, ον
ill-spread, i. e. rugged, Aesch.