κακογείτων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A a bad neighbour, Call.Cer.118. 2 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα neighbour to his misery, S.Ph.692 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1299] ονος, ὁ, Unglücksgefährte; Soph. Phil. 689 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα παρ' ᾡ στόνον ἀποκλαύσειεν, keinen Gefährten des Unglücks, od. mit στόνος verbunden, das Geseufz über das Unglück, das wieder ein unangenehmer Genosse ist, vgl. Lob. Phryn. 601; κακογείτονες ἐχθροί Callim. Cer. 118.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκογείτων: -ον, γεν. ονος, κακὸς γείτων, Καλλ. εἰς Δήμ. 117· ― ἀλλ’ ἐν Σοφ. Φιλ. 692, οὐδέ τιν’ ἐγχώρων κακογείτονα, δηλ. γείτονα κακῶν, ἢ ἐν κακοῖς, ἵνα ᾖ πλησίον αὐτοῦ ὅταν πάσχῃ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
voisin de malheur, qui est proche du malheur.
Étymologie: κακός, γείτων.
Greek Monolingual
κακογείτων, -ον (Α)
ο κακός γείτονας.