κάνιστρο

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον)
ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι
αρχ.
πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές του οργάνου, όπως -ασ-τρον, (πιθ. κατά το ζύγ-ασ-τρον, -αυσ-τρον (πιθ. κατά το θέρμαυστρον -ισ-τρον (πρβλ. θέριστρον) και -υσ-τρον (πρβλ. έλκυστρον). Οι καταλ. αυτές απαντούν συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. σκέπ-ασ-τρον, κόμ-ισ-τρον)].