καραβάνα
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
Greek Monolingual
η (Μ καραβάνα)
μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο βάζει ο κάθε στρατιώτης το συσσίτιό του
νεοελλ.
φρ.
1. «λόγια της καραβάνας» — αερολογίες
2. «παλιά καραβάνα»
α) παλιός στρατιωτικός
β) άνθρωπος με μεγάλη πρακτική πείρα
μσν.
1. μεγάλο πλοίο
2. ομάδα από εμπορικά και πολεμικά πλοία, νηοπομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caravana ή < τουρκ. karavana].