κατακλαίω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλαίω Medium diacritics: κατακλαίω Low diacritics: κατακλαίω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΑΙΩ
Transliteration A: kataklaíō Transliteration B: kataklaiō Transliteration C: kataklaio Beta Code: kataklai/w

English (LSJ)

Att. κατακλάω [ᾱ],

   A bewail loudly, lament, τινα Ar.V.386:— Med., E.El.156 (lyr.), IT149(lyr.).    2 abs., wail aloud, Id.El. 113 (lyr.).    II c. gen. pers., lament before or to another, Herod. 1.59, Arr.Epict.1.23.4, etc.; κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ ib.3.13.4.

German (Pape)

[Seite 1353] (s. κλαίω), att. -κλάω, beweinen; Eur. El. 113, der auch das med. braucht, I. T. 149 El. 156, wie Pol. 12, 15, 3; κατακλαύσαντές με Ar. Vesp. 336; Sp., die auch τινὸς κατακλαίειν sagen, Einem Etwas vorweinen. Vgl. κατακλάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλαίω: Ἀττ. -κλάω ᾱ: μέλλ. -κλαύσομαι: ―μεγαλοφώνως θρηνῶ, πολὺ κλαίω τινά, τινα Ἀριστοφ. Σφ. 386· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ἑλ. 156· σύγγονον κατακλαιομένη Ι. Τ. 149. 2) ἀπολ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Εὐρ. Ἑλ. 113. 128. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., θρηνῶ ἐνώπιόν τινος ἢ πρός τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 23, 4, κτλ.· κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ 3. 13, 4.

French (Bailly abrégé)

f. κατακλαύσομαι, ao. κατέκλαυσα;
1 pleurer sur, se lamenter sur;
2 pleurer abondamment;
Moy. κατακλαίομαι déplorer, acc..
Étymologie: κατά, κλαίω.

Greek Monolingual

κατακλαίω και αττ. τ. κατακλάω (Α)
1. θρηνώ κάποιον
2. θρηνώ μεγαλόφωνα
3. (με γεν. προσ.) θρηνώ ενώπιον κάποιου.