καταπολέμηση

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η (AM καταπολέμησις) καταπολεμώ
1. καθυπόταξη με πόλεμο, κατανίκηση, υπερίσχυση, επικράτηση πάνω σε κάποιον ή κάτικαταπολέμηση του εχθρού»)
2. ενέργεια ενάντια σε κάποιον ή σε κάτι, αγώνας για καταστολή ή εξόντωσή του (α. «καταπολέμηση του νέφους» β. «καταπολέμηση της ξηρασίας»).