κατάπλεως
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ων, gen. ω, Att. for κατάπλεος.
German (Pape)
[Seite 1370] s. κατάπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κατάπλεος.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
plein de, rempli de, gén..
Étymologie: κατά, πλέως.