κατάλειψις

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλειψις Medium diacritics: κατάλειψις Low diacritics: κατάλειψις Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: katáleipsis Transliteration B: kataleipsis Transliteration C: kataleipsis Beta Code: kata/leiyis

English (LSJ)

εως (poet. κάλλειψις only in Hsch.), ἡ,

   A leaving behind, συγγραμμάτων Pl.Phdr.257e, cf. Arist.Fr.151; ἐκ Χρημάτων καταλείψεως by a legacy, CIG4369 (Sagalassus), cf. POxy.75.12 (ii A.D.), IGRom.4.671 (Prymnessus, ii A.D.), Vett.Val.177.22, al.    II posterity, LXX Ge.45.7.

German (Pape)

[Seite 1360] ἡ, das Zurücklassen, Hinterlassen, Plat. Phaedr. 257 e; Ueberbleibsel, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειψις: -εως, ἡ, τὸ καταλείπειν ἢ ἀφίνειν ὀπίσω, κ. συγγραμμάτων Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146· ἐκ χρημάτων καταλείψεως, διὰ κληροδοτήσεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 4369. ΙΙ.= κατάλειμμα, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ', 7)· ποιητ. κάλλειψιν Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de laisser après soi;
2 reste, surplus.
Étymologie: καταλείπω.

Greek Monolingual

κατάλειψις και ποιητ. τ. κάλλειψις, ἡ (Α) καταλείπω
1. το να αφήσει κάποιος κάτι στους μεταγενέστερους
2. οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.