κατατραυματίζω
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
Ion. κατατρωματίζω,
A wound, ἑαυτόν Arist.Ath.14.1, D.S.13.95; opp. ἀποκτείνειν, Plb.3.67.3:—Pass., Hdt.7.212, Th.7.8o, etc. II of ships, disable, cripple, ib.41, 8.10.
Greek (Liddell-Scott)
κατατραυματίζω: Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, καλύπτω διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, τίθημι ἐκτὸς μάχης, καιρίως βλάπτω, Θουκ. 7. 41., 8. 10.
French (Bailly abrégé)
couvrir de blessures ou d’avaries.
Étymologie: κατά, τραυματίζω.
Greek Monolingual
(Α κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω)
(επιτ. τ. του τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον
αρχ.
1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης
2. παθ. κατατραυματίζομαι
υφίσταμαι φθορά, εξασθένηση.