κατάσχεση

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάσχεσις) κατέχω
κατακράτηση, κατοχή
νεοελλ.
(νομ.) η πράξη με την οποία περιουσιακό στοιχείο κάποιου τίθεται υπό δικαστική δέσμευση και του αφαιρείται το δικαίωμα διάθεσής του
(α. «αναγκαστική κατάσχεση» β. «συντηρητική κατάσχεση»)
μσν.
1. περιορισμός, φυλάκιση
2. σύλληψη
αρχ.
1. συγκράτηση, αναχαίτιση
2. στάση, τρόπος συμπεριφοράς.