κινηθμός

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνηθμός Medium diacritics: κινηθμός Low diacritics: κινηθμός Capitals: ΚΙΝΗΘΜΟΣ
Transliteration A: kinēthmós Transliteration B: kinēthmos Transliteration C: kinithmos Beta Code: kinhqmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A motion, Pi.P.4.208.

German (Pape)

[Seite 1440] ὁ, = κίνησις; πετρᾶν Pind. P. 4, 208.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνηθμός: ὁ, = κίνησις, Πινδ. Π. 4. 370.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mouvement.
Étymologie: κινέω.

English (Slater)

κῑνηθμός
   1 movement συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν (P. 4.208)

Greek Monolingual

κινηθμός, ὁ (Α)
κίνηση, ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη- (πρβλ. ε-κινή-θην, παθ. αόρ. του κινῶ) + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός, ελκη-θμός)].