κιρσοειδής

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσοειδής Medium diacritics: κιρσοειδής Low diacritics: κιρσοειδής Capitals: ΚΙΡΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kirsoeidḗs Transliteration B: kirsoeidēs Transliteration C: kirsoeidis Beta Code: kirsoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A varicose, of veins, Hp.Morb.1.14; of the convolutions of the brain, Ruf.Onom.148; κ. παραστάτης, name for the πόρος σπερματικός, Gal.4.565.

German (Pape)

[Seite 1442] ές, wie ein κιρσός aussehend, geschwollen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιρσόν, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», Ἱππ. 451. 49, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφρ. σελ. 224.

Greek Monolingual

-ές (Α κιρσοειδής, -ές)
αυτός που είναι πρησμένος έτσι ώστε να μοιάζει με κιρσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -ειδής (< εἶδος)].