κοίταγμα

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source

Greek Monolingual

το (Μ κοίταγμα) κοιτάζω
νεοελλ.
1. η κατεύθυνση και προσήλωση τών ματιών σε κάποιο σημείο, βλέμμα, ματιά
2. μτφ. λεπτομερής έρευνα σε έναν τόπο, ιδίως για ανεύρεση χαμένου αντικειμένου, ψάξιμο
3. μτφ. φροντίδα, μέριμνα για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα (α. «οι πολύ ηλικιωμένοι άνθρωποι θέλουν κοίταγμα όταν αρρωστήσουν»)
4. ιδιαίτερη προσοχή, ιδιαίτερη ενασχόληση με κάτι («το βιβλίο σου θέλει ακόμη κοίταγμα»)
μσν.
μορφή, θωριά.