κοπανώ
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
άω κόπανος
1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω
2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω
3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού το κοπανάς συνέχεια»)
4. φρ. α) «όλο τα ίδια και τα ίδια κοπανάει» — επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια πράγματα
β) «τήν κοπανάω» — φεύγω, το σκάω.