κοίτασμα
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
το (Μ κοίτασμα)
νεοελλ.
1. η συσσώρευση ενός ή περισσότερων μεταλλευμάτων ή άλλων χρήσιμων ορυκτών στην επιφάνεια της γης ή κάτω από αυτήν
2. κάθε μάζα από συγκεντρώσεις ή παραγενέσεις ορυκτών εμπλουτισμένη σε ορισμένα χρήσιμα ορυκτά, ώστε να είναι δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η εκμετάλλευσή της
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη, η κλίνη («κοίτασμα σκληρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κοιτάζω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gisement. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].