κούπα

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

η (ΑM κούπα)
νεοελλ.
1. είδος χαρτιών της τράπουλας στα οποία απεικονίζεται κόκκινο καρδιόσχημο σύμβολο και, παλαιότερα, απεικονιζόταν ποτήρι
2. είδος παιχνιδιού με τράπουλα
3. φρ. «γίναμε από κούπες» ή «τά κάναμε από κούπες» — φιλονικήσαμε, μαλώσαμε
4. το φυτό λάγυνος η κοινή
νεοελλ.-μσν.
1. ποτήρι, κύπελλο
2. βαθύ πιάτο
3. η περιεκτικότητα ενός κυπέλλου («έβαλα στο γλυκό δύο κούπες ζάχαρη»)
μσν.
1. αγγείο, μεγάλο δοχείο
2. λύχνος, ποτήρι καντήλας
αρχ.
θολωτή τάφρος, τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cupa «κύπελλο»].